- μεσσηγυδορποχέστης
- μεσσηγυδορποχέστης, ὁ (Α)(κωμική λέξη) αυτός που αποπατεί πολλές φορές στο μέσον δείπνου, για να μπορεί να ξαναγεμίζει πάλι την κοιλιά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσηγύ(ς) «ανάμεσα» + δόρπον «γεύμα-δείπνο» + χέστης].
Dictionary of Greek. 2013.